πρωθιεράρχης

πρωθιεράρχης
ο
ο πρώτος ανάμεσα στους ιεράρχες, αλλ. πρώτος, πριμάτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωθιεράρχης — ο, Ν εκκλ. ο πρώτος μεταξύ τών ιεραρχών, προκαθήμενος, πριμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ιεράρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πρωθιεραρχία — η, Ν [πρωθιεράρχης] το αξίωμα, το υπούργημα τού προωθιεράρχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”